αρχινάω
Смотреть что такое "αρχινάω" в других словарях:
αρχινάω — / αρχινώ, αρχίνησα, αρχινισμένος βλ. πίν. 58 (και ως απρόσ. αρχινάει) Σημειώσεις: αρχινάω : έχει την ίδια έννοια με το αρχίζω αλλά απαντάται σπάνια, κυρίως στον απλό προφορικό λόγο και στη λογοτεχνία … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αρχινώ — αρχινάω / αρχινώ, αρχίνησα, αρχινισμένος βλ. πίν. 58 (και ως απρόσ. αρχινάει) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής